κνησμωδῶν

κνησμωδῶν
κνησμώδης
affected with itching
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

  • λειχηνοποίηση — η ιατρ. πάχυνση τού δέρματος, το οποίο γίνεται τραχύ, γραμμωτό, παίρνοντας την όψη μωσαϊκού με έξαρση τών δερματικών πτυχών και μερικές φορές καστανωπή υπέρχρωση, η οποία προκαλείται, γενικά, από το ξύσιμο τού δέρματος κατά τη διαδρομή διαφόρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”